- νέωτα
- νέωταnext yearindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέωτα — (Α) επίρρ. (συν. στη φρ.) «εἰς νέωτα» και «είς νέωτα» τον επόμενο χρόνο («εἰς νέωτα πολλῶν καὶ καλῶν πάλιν σοι πλήρης ἡ πόλις ἔσται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τού νέος και ενός τ. τής λ. ἔτος* (πρβλ. πέρυσι). Μερικοί… … Dictionary of Greek
νέωτ' — νέωτα , νέωτα next year indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
u̯et- (*su̯et-) — u̯et (*su̯et ) English meaning: year Deutsche Übersetzung: “Jahr” Note: Gk. ἔνος “year” : Lat. annus “year” (*atnos ) “year” : O.Ind. hü yana “yearly”, hüyana m. n. “year” prove that Root en 2 : “year” : Root at , *atno : “to… … Proto-Indo-European etymological dictionary